σουτείριος

σουτείριος
ὁ, Α
βλ. σωτήριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σωτήριος — α, ο / σωτήριος, ία, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. σουτείριος Α [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή κατάσταση, κίνδυνο, καταστροφή (α. «σωτήρια η παρέμβαση τών γιατρών» β. «καλοῡμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», Αισχύλ.) 2. αυτός που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”